Οι θεοί στον Όλυμπο αποφασίζουν ότι ο Οδυσσέας έχει παραμείνει πολύ καιρό στο νησί της Καλυψούς ενώ παράλληλα οι μνηστήρες ζητούν επίμονα το χέρι της Πηνελόπης. Ο Δίας στέλνει τον Ερμή στην Καλυψώ να της ζητήσει να αφήσει τον Οδυσσέα. Το καράβι όμως του Οδυσσέα καταστρέφεται και ο Οδυσσέας μισοπνιγμένος προσφεύγει ως ικέτης στην πριγκίπισσα Ναυσικά. Στο δείπνο αποκαλύπτει το όνομά του και περιγράφει την άλωση της Τροίας και την τροφή των Λωτοφάγων που έκανε τους συντρόφους του να χάσουν τη διάθεση να επιστρέψουν. Αναφέρει ακόμα το μονόφθαλμο ανθρωποφάγο Κύκλωπα και εξηγεί πως τον τύφλωσαν και του ξέφυγαν κρεμασμένοι κάτω από τα πρόβατα. Στη συνέχεια ο Αίολος τους έδωσε καλό άνεμο για το δρόμο, αλλά οι σύντροφοί του άνοιξαν τον ασκό με τους άλλους ανέμους και ελευθέρωσαν έναν τυφώνα που τους γύρισε στους Λαιστρυγόνες - γίγαντες που τους βομβάρδιζαν με τεράστιους βράχους. Οι λίγοι που γλίτωσαν κατέληξαν στη νησί της μάγισσας Κίρκης που τους μεταμόρφωσε σε χοίρους. Χάρη στις συμβουλές του μάντη Τειρεσία ο Οδυσσέας δεμένος στο κατάρτι γλίτωσε από τις σειρήνες που καλούσαν τους ταξιδιώτες με πλανερά τραγούδια και από τη δίνη της Χάρυβδης. Όταν ο Οδυσσέας έφθασε στην Ιθάκη, σχεδίασε μαζί με τον Τηλέμαχο πώς θα κατατροπώσουν τους μνηστήρες. Ο Οδυσσέας επέστρεψε στο παλάτι μεταμφιεσμένος σε ζητιάνο. Η Πηνελόπη είπε στους μνηστήρες πως όποιος περάσει τη χορδή στο τόξο του Οδυσσέα και με αυτό στείλει ένα βέλος μέσα από 12 μάτια τσεκουριών θα πάρει το χέρι της. Μόνο ο Οδυσσέας τα κατάφερε, και, στη συνέχεια, μαζί με τον Τηλέμαχο και δύο βοσκούς κατατρόπώσαν τους μνηστήρες. Στη σύγκρουση που ακολούθησε την επόμενη μέρα με τους συγγενείς των μνηστήρων η Αθηνά επεμβαίνει και καλεί όλους να ζήσουν από εκεί και πέρα ειρηνικά.